- νένα
- η(λ. τουρκ.)1. παραμάνα, τροφός.2. νηπιαγωγός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νένα — η (Μ νένα) η τροφός, η παραμάνα, η γυναίκα που θηλάζει ξένο παιδί ή που ασχολείται με τη διατροφή και το μεγάλωμα ξένου παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. nena] … Dictionary of Greek
Βενετσάνου, Νένα — (Αθήνα 1956 –). Τραγουδίστρια και συνθέτης. Ακολούθησε από μικρή ηλικία μουσικές σπουδές (πιάνο). Σπούδασε ιστορία της τέχνης στην Μπεζανσόν της Γαλλίας και ωδική στο Παρίσι. Η επιστροφή της στην Ελλάδα (1977) θα την εισαγάγει στον χώρο του… … Dictionary of Greek
Kostas Mentis — Konstantinos (Kostas) Mentis (Greek: Κώστας Μεντής, 1913 November 27, 1983) was a Greek actor. He was born in Amfilochia in the Aetolia Acarnania prefecture. He was the uncle of the actor Nena Menti (Νένα Μεντή) and played in comedies, second… … Wikipedia
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek
μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή … Dictionary of Greek
νενοπούλα — η παραμάνα, τροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νένα + πούλα (< πουλος*)] … Dictionary of Greek
παρακρατώ — παρακρατῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. 1. αποθηκεύω μέρος τού προϊόντος ενός παραγωγού προκειμένου να ρυθμίσω την τιμή του στην αγορά ή για να τό χρησιμοποιήσω σε περιόδους έλλειψης 2. (για κατάσταση) διατηρούμαι περισσότερο από το κανονικό, παρατείνομαι («η… … Dictionary of Greek